- επιχειλής
- ἐπιχειλής, -ές (Α)1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτο-χειλής, αμβλυ-χειλής)].
Dictionary of Greek. 2013.